Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

) το σύνορο 2)

  • 1 σύνορο

    [синоро] ουσ. о. граница

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σύνορο

  • 2 граница

    граница ж 1) (государственная ) το σύνορο 2) перен. το όριο ◇ за \границаей στο εξωτε ρικό из-за \границаы από το εξωτερικό
    * * *
    ж
    1) ( государственная) το σύνορο
    2) перен. το όριο
    ••

    за грани́цей — στο εξωτερικό

    из-за грани́цы — από το εξωτερικό

    Русско-греческий словарь > граница

  • 3 межа

    -и, πλθ. межи, меж θ.
    1. όριο, σύνορο αγροκτήματος•

    провести -у βάζω σύνορο.

    2. το ακαλλιέργητο μέρος των συνόρων.

    Большой русско-греческий словарь > межа

  • 4 рубеж

    α.
    1. όριο, σύνορο• η συνοριακή γραμμή•

    в -е соседних владений το σύνορο των γειτονικών κτημάτων.

    || μτφ. μεταίχμιο•

    на -е двух эпох στο μεταίχμιο δύο εποχών.

    2. σύνορα κρατικά•

    реки являются естественными -ами τα ποτάμια είναι φυσικά σύνορα•

    наши пограничники зорко охраняют наши -и οι ακρίτες μας άγρυπνα φρουρούν τα σύνορα μας.

    3. (στρατ.) η γραμμή•

    оборонительный рубеж η αμυντική γραμμή.

    εκφρ.
    за -ом – στο εξωτερικό (πέρα από τα σύνορα μας).

    Большой русско-греческий словарь > рубеж

  • 5 край

    1. (кромка) το άκρο, η ακμή 2. (гра-ница) το σύνορο 3. (область, местность) η μεγάλη (διοικητική) περιοχή, η χώρα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > край

  • 6 мениск

    I.
    1. (граница раздела между жидкостью и воздухом) το σύνορο ανάμεσα στο υγρό και αέρα 2. (линза) о μηνι-σκοειδής συγκεντρωτικός φακός II.
    анат. о μηνίσκος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мениск

  • 7 черта

    1. (линия) η γραμμή
    курсовая мор. - πορείας
    2. (граница, предел) τοόριο, τα πλαίσια, το σύνορο 3. (признак,свойство, качество) το χαρακτηριστικό, τογνώρισμα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > черта

  • 8 веха

    вех||а
    ж
    1. τό ὁρόσημο, τό ὀροθέσιο, τό σύνορο:
    ставить \вехаи ὀροσημαίνω, βάζω ὀρόσημα·
    2. перен ὁ σταθμός, τό ὁρόσημο:
    важная \веха в истории σημαντικός σταθμός στήν ἰστορία· ◊ смена вех ἡ ἀλλαγή κατεύθυνσης, ἡ ἀλλαγή προσανατολισμού.

    Русско-новогреческий словарь > веха

  • 9 межа

    межа
    ж τό σύνορο[ν], τό ὄριο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > межа

  • 10 предел

    предел
    м
    1. (рубеж) τό ὅριο[ν]. τό σύνορο[ν]:
    за \пределами чего-л. πέρα ἀπό, §ξω ἀπ' τά ὅρια· в \пределах страны στά ὅρια τής χώρας·
    2. перен τό ὅριον (граница) / τό ἄκρο[ν] (высшая степень):
    \предел скорости тех. τά ὅρια ταχύτητος· \предел упру́гости тех. τό ὅριον τής ἐλαστικότητας· \предел счастья ἡ ἄκρα εὐτυχία· \предел мечтаний τό μεγαλύτερο ὀνειρο· вне \пределов досягаемости πέραν τοῦ ἐφικτοῦ, ἀπρόσιτος· в \пределах возможного στά πλαίσια τοῦ δυνατοῦ· положить \предел θέτω τέρμα· выйти из \пределов приличия βγαίνω ἀπό τα ὅρια, ἐξέρχομαι των ὁρίων доходить до \предела φθάνω στά ἄκρα, φθάνω στό κόκκοιλο, φθάνω στον κόμπο· всему́ есть \предел κάθε πράγμα ἔχει τά ὅριά του.

    Русско-новогреческий словарь > предел

  • 11 рубеж

    рубеж
    м τό σύνορο[ν], τό δριο[ν]:
    оборонительный \рубеж ἡ ἀμυντική γραμμή· водный \рубеж τά θαλάσσια σύνορα, τό θαλάσ-σιον δριον за \рубежо́м στό ἐξωτερικό[ν]· на \рубеже́ двух эпох στό μεταίχμιο τῶν δύο ἐποχών.

    Русско-новогреческий словарь > рубеж

  • 12 столб

    столб
    м
    1. ὁ στύλος:
    межево́й \столб τό ὀροθέσιο[ν], τό σύνορο[ν]· дорожный \столб ὁ ὀδοδείκτης, ὁ χιλιομετροδείκτης· пограничный \столб τό ὀρόσημο[ν]· телеграфный \столб τό τηλεγραφόξυλο, ὁ τηλεγραφικός στύλος·
    2. (воды, воздуха) ἡ στήλη-◊ позвоночный \столб ἡ σπονδυλική στήλη, ἡ ραχοκοκκαλιά· ставить к позорному \столбу́ στηλιτεύω.

    Русско-новогреческий словарь > столб

  • 13 черта

    черт||а
    ж
    1. (линия) ἡ γραμμή:
    провести \чертау́ τραβώ μιά γραμμή, ὑπογραμμίζω·
    2. (граница, предел) τό ὅριο[ν], τά πλαίσια, τό σύνορο[ν], ὁ περίβολος, ἡ περιοχή:
    пограничная \черта ἡ συνοριακή γραμμή, τά σύνορα· в \чертае́ города στά πλαίσια τής πόλης·
    3. (признак, свойство) τό χαρακτηριστικό[ν], τό γνώρισμα:
    основ-Ηέπ \черта характера τό βασικό χαρακτηριστικό· отличительная \черта τό χαρακτηριστικό γνώρισμα· ◊ \чертаы лица τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου· в общих \чертаах σέ γενικές γραμμές.

    Русско-новогреческий словарь > черта

  • 14 веха

    θ.
    μετρητικός πάσσαλος, όριο, σύνορο, διαχωριστική γραμμή, ορόσημο. || μτφ. όριο, σταθμός•

    светлая веха в истории человечества φωτεινό ορόσημο στην ιστορία της ανθρωπότητας.

    Большой русско-греческий словарь > веха

  • 15 граница

    θ.
    1. όριο, σύνορο• μεθόριος•

    -ы колхоза τα σύνορα του κολχόζ•

    государственная граница κρατικά σύνορα•

    морская граница χωρικά ύδατα (αιγιαλίτιδα).

    2. (επιτρεπόμενο) όριο•ακρινό σημείο, όριο•

    всему есть граница σε όλα υπάρχει όριο" не знать -иц δε λογαριάζω περιορισμούς•

    сверх всяких -иц πέρα από κάθε όριο•

    ставить -ы βάζω όρια (περιορίζω)’ выйти из -иц приличия βγαίνω από τα όρια της ευπρέπειας•

    это переходит все -ы αυτό ξεπερνάει όλα τα όρια•

    ехать за -у πηγαίνω στο εξωτερικό•

    он жил за -ей αυτός ζούσε στο εξωτερικό•

    она приехала из-за -ы αυτή ήρθε από το εξωτερικό.

    Большой русско-греческий словарь > граница

  • 16 грань

    θ.
    1. όριο, σύνορο, διαχωριστική γραμμή. || άκρη, έπακρον, άκρον άωτον, χείλος-μεταίχμιο•

    на -и войны στα πρόθυρα του πολέμου•

    на -и безумия πολύ κοντά στην τρέλλα•

    на -и жизни и смерти στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου.

    2. (μαθ.) έδρα, πλευρά•

    куб имеет шесть -ей ο κύβος έχει έξι έδρες.

    || λοξοκομμένη άκρη.
    3. βλ. гранение.
    4. γωνία, εξέχουσα άκρη αντικειμένου, αγκωνή.

    Большой русско-греческий словарь > грань

  • 17 допахать

    -пашу, -пашешь
    ρ.σ.μ.
    τελειώνω το όργωμα, αποοργώνω• οργώνω ως•

    допахать поле τελειώνω το όργωμα του χωραφιού•

    допахать поле дом-жи οργώνω το χωράφι ως το σύνορο.

    Большой русско-греческий словарь > допахать

  • 18 закосить

    -кошу, -косишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закошенный, βρ: -шен, -а, -о.
    1. κοσίζω, θερίζω πέρα από το σύνορο (ξένο).
    2. αρχίζω να κοσιζω.

    Большой русско-греческий словарь > закосить

  • 19 опахать

    опашу, опашешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опаханный, βρ: -хан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    περιοργώνω•

    опахать мжу περιοργώνω το σύνορο.

    Большой русско-греческий словарь > опахать

  • 20 предел

    α.
    1. όριο, σύνορο, γραμμή•

    обозначить на карте -ы области σημειώνω στο χάρτη τα όρια της περιοχής.

    || μτφ. το άκρο•

    выйти из -ов благопристойности ή приличия βγαίνω από τα όρια της ευπρέπειας•

    перейти -ы дозволенного ξεπερνώ τα όρια του επιτρεπτού•

    в -ах возможного στα όρια του δυνατού•

    доходить (дойти) до -а φτάνω στα άκρα•

    вне -ов έξω από τα όρια•

    за -ами. πέρα από τα όρια.

    2. πλθ. -ы, -ов τα σύνορα•

    расширить -ы государства μεγαλώνω τα όρια του κράτους.

    || παλ. περιοχή.
    3. το ανώτερο όριο, το έπακρο, το άκρον άωτον•

    предел упругости το ανώτατο όριο ελαστιχότητας.

    || τέλος, τέρμα•

    всякому терпению есть -η υπομονή έχει όρια•

    положить предел βάζω τέρμα.

    Большой русско-греческий словарь > предел

См. также в других словарях:

  • σύνορο — το / σύνορον, ΝΜ όριο, διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε δύο τόπους, το τέρμα μιας έκτασης (α. «φθάνουν ώς εκεί που φθάνει ο αχός στα σύνορα τού κόσμου και τού ονείρου», Ζέρβ. β. «μέχρις αυτών συνόρων Τριπόλεως έφθακώς», Άνν. Κομν.) νεοελλ. 1. στον… …   Dictionary of Greek

  • σύνορο — το όριο ανάμεσα σε δύο χώρες ή κτήματα: Με τη συνθήκη της Λοζάνης περιορίστηκαν τα σύνορα της Ελλάδας. – Παραβίασαν τα σύνορα αυτής της χώρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από …   Dictionary of Greek

  • ιν — (Ιnn, λατ. Aenus). Ποταμός (515 χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, παραπόταμος του Δούναβη. Πηγάζει κοντά στη λίμνη Λουγκάνο, στο καντόνι Γκραουμπίντεν της ανατολικής Ελβετίας. Κατά το πρώτο τμήμα του διαρρέει την ελβετική πεδιάδα Ενγκαντέν,… …   Dictionary of Greek

  • τέρμονας — ο /τέρμων, ονος, ΝΑ νεοελλ. 1. σύνορο αγρού 2. καθεμιά από τις γλυπτές διακοσμήσεις τού άβακα τής πρύμνης, τα στολίδια τού αϊνά αρχ. 1. όριο, σύνορο 2. τέρμα, όριο 3. φράχτης 4. χείλος, γύρος («ὅν ἐξαμιλλησάμενος τροχῷ τέρμονι δίσκου ἔκανε… …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»